Ο Άγιος Βασίλειος, γεννημένος το 330μ.Χ. στη
Νεοκαισάρεια του Πόντου από γονείς ευγενείς με δυνατό χριστιανικό φρόνημα,
έμελλε να γίνει Μέγας πνευματικός διδάσκαλος και κορυφαίος θεολόγος και Πατέρας
της Εκκλησίας, αφού η χριστιανική του ανατροφή και η πνευματική του πορεία τον
οδήγησαν στην Θεία θεωρεία του Αγίου Ευαγγελίου, και στην αυστηρή ασκητική ζωή,
παράλληλα με το ποιμαντικό, παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό του
έργο.

Τα πρώτα γράμματα, τού τα δίδαξε ο πατέρας
του. Συνέχισε τις σπουδές του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, στην
Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα. Εκεί σπούδασε γεωμετρία, αστρονομία, φιλοσοφία,
ιατρική, ρητορική και γραμματική. Οι σπουδές του διήρκησαν τεσσεράμισι χρόνια. Η
ασκητική του ζωή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια όπου φοιτούσε στην Αθήνα. Ο σοφός
δάσκαλος του Εύβουλος εντυπωσιασμένος από την αυστηρή νηστεία, του Άγίου, και
μετά την παραίνεση του, λέγεται ότι έγινε Χριστιανός.
Συμφοιτητές του ήταν και δύο νέοι που έμελλε
να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Ο ένας, φωτεινό ο Άγιος και Μέγας
Πατέρας της Εκκλησίας ο Θεολόγος Γρηγόριος και ο άλλος μελανό στον αντίποδα,
προδότης του Ιησού, ειδωλολάτρης και διώκτης των Χριστιανών, ο Ιουλιανός ο
Παραβάτης. Κατά την διάρκεια αυτών των ετών, ο Άγιος Βασίλειος και ο Άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος ανέπτυξαν μεγάλη και ισχυρή φιλία. Ταυτόχρονα με τις
σπουδές τους, είχαν ιεραποστολική δράση. Διοργάνωναν χριστιανικές
συγκεντρώσεις, στις οποίες ανέλυαν θρησκευτικά ζητήματα. Ίδρυσαν επίσης και τον
πρώτο φοιτητικό χριστιανικό σύλλογο.
Επέστρεψε στην Καισαρεία το καλοκαίρι του
356μ.Χ. και συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της
ρητορικής. Το 358 μ.Χ. επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού
Ναυκρατίου, καθώς και με την παρότρυνση της αδερφής του Μακρίνας, βαπτίζεται
Χριστιανός, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία.
Αποσύρθηκε λοιπόν σε ένα κτήμα της οικογενείας του στον Πόντο. Χαρακτηριστικό
της μεγαλοψυχίας του είναι, ότι μετά την βάπτιση του δώρισε στους φτωχούς και
στην εκκλησία το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Το φθινόπωρο του ίδιου
έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, Αίγυπτο,
Παλαιστίνη, Συρία και Μεσοποταμία, επιθυμώντας να συναντήσει πολλούς ασκητές και
μοναχούς για να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τους. Όταν γύρισε στο Πόντο από το
ταξίδι αυτό, μοίρασε και την υπόλοιπη περιουσία του και αποσύρθηκε στο κτήμα του
επιθυμώντας να ζήσει πλέον ως μοναχός. Εκεί έγραψε τους: «Κανονισμούς δια τον
Μοναχικόν βίον», κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή στα μοναστήρια μέχρι τις μέρες
μας. Με την υψηλή του κατάρτιση στην Ορθόδοξη Πίστη και τον ασκητικό, θαυμαστό
του βίο, η φήμη του Αγίου Βασιλείου εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλη την
Καππαδοκία. Έτσι και ο Μητροπολίτης της Καισαρείας Ευσέβιος πραγματοποιώντας την
Θεία Βούληση αλλά και αυτή των χριστιανών της περιοχής, χειροτόνησε το 364 μ.Χ.
τον Άγιο Βασίλειο πρεσβύτερο. Το 370 μ.Χ., μετά τον θάνατο του Ευσεβίου και σε
ηλικία 41 ετών, τον διαδέχθηκε ο Άγιος Βασίλειος στην επισκοπική έδρα, με τη
συνδρομή τού Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού.
Επίσκοπος πλέον, ο Άγιος Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα
Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), επικοινωνώντας μέσω
επιστολών με τον Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης
Δάμασο. Στον τόπο του ,στην περιφέρεια της δικής του ποιμαντικής ευθύνης είχε να
αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων κακοδοξιών.
Από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την
καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο
ιερατείο, καθώς και για την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από όλους τους
πιστούς και φανερώνεται επίσης η ποιμαντική φροντίδα στα αποκομμένα και
περιθωριοποιημένα μέλη της Εκκλησίας.
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Μέγας Βασίλειος
ουσιαστικά αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος γηραιός
πλέον, αποσύρεται από την ενεργό δράση. Εργάζεται συνεχώς για την επικράτηση των
ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται με σθένος το δογματικό
προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.
Ο Άγιος Βασίλειος, βοηθούσε πάντοτε τους
αδικημένους και κουρασμένους, τους πεινασμένους και τους αρρώστους, ανεξάρτητα
από το γένος, τη φυλή και το θρήσκευμα. Έτσι το όραμά του το έκανε
πραγματικότητα ιδρύοντας ένα πρότυπο και για τις μέρες μας κοινωνικό και
φιλανθρωπικό σύστημα, τη «Βασιλειάδα». Ένα ίδρυμα που λειτουργούσε νοσοκομείο,
ορφανοτροφείο, γηροκομείο και ξενώνας για την φροντίδα και ιατρική περίθαλψη των
φτωχών αρρώστων και ξένων. Τις υπηρεσίες του τις πρόσφερε το ίδρυμα δωρεάν σε
όποιον τις είχε ανάγκη. Το προσωπικό του ιδρύματος αυτού ήταν εθελοντές που
προσφέρανε την εργασία για το καλό του κοινωνικού συνόλου. Ήταν ένα πρότυπο και
σε άλλες επισκοπές και στους πλουσίους ένα μάθημα να διαθέτουν τον πλούτο τους
με ένα αληθινά χριστιανικό τρόπο. Πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού η έμπνευση που
είχε ο Άγιος Βασίλειος ,τον 4ο αιώνα μ.Χ. να ιδρύσει και να
λειτουργήσει ένα τέτοιο ίδρυμα - πρότυπο.
Καταπονημένος από την μεγάλη δράση που
ανέπτυξε σε τόσους πολλούς τομείς ,εναντίον των διαφόρων κακοδοξιών και ειδικά
της αιρέσεως του Αρειανισμού, μη διστάζοντας πολλές φορές να αντιταχθεί με την
εκάστοτε πολιτική εξουσία, με όπλα του την πίστη και την προσευχή, με τα
κηρύγματα και τους λόγους του, με τα πολλά ασκητικά και παιδαγωγικά συγγράμματα,
καθώς και την ασκητική ζωή του ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας παραδίδει το πνεύμα στο
Θεό την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. σε ηλικία 49 ετών. Ο θάνατός του
βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της
Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχει και ένα πλήθος ανομοιογενές από άποψη
θρησκευτικής και εθνικής διαφοροποιήσεως. Το υψηλής σημασίας θεολογικό και
δογματικό του έργο καθώς και η λειτουργική και πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση,
είναι η μεγάλη παρακαταθήκη που μας άφησε. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη
Καθολική Εκκλησία την 1ην Ιανουαρίου. Από το 1081μ.Χ. ο Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν
κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη του Χρυσοστόμου
και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου, ως προστατών των γραμμάτων και
της παιδείας.
Με σοφία, στο απολυτίκιο του αναφέρεται η
φράση «... τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας...». Και ο Άγιος Γρηγόριος ο
Θεολόγος, στον Επιτάφιο για τον καλό και Μέγα φίλο του Άγιο Βασίλειο, αποδίδει
σ' αυτόν, με την ποιητική και βαθιά στοχαστική ματιά του, το χαρακτηρισμό
«παιδαγωγός της νεότητος»
Ο Μ. Βασίλειος, εκτός των
άλλων θαυμάσιων και Θείας εμπνεύσεως έργων του, έγραψε και την εκτενή και
κατανυκτική Θεία Λειτουργία, που, μετά την επικράτηση της συντομότερης Θείας
Λειτουργίας του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τελείται 10 φορές το
χρόνο:
την 1η Ιανουαρίου
(όπου γιορτάζεται και η μνήμη του),
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
τις πρώτες πέντε Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής,
τις παραμονές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων,
την Μ. Πέμπτη και το Μ. Σάββατο.
Ο Άγιος Βασίλειος όταν πήγε στην πόλη ζήτησε
από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου
επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι
κατευνάσουν την οργή του.
Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς,
ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες να προσευχηθούν και να νηστεύσουν
τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη
μια από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο
Άγιος είδε σε οπτασία, μια μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη
μέση να κάθεται σε θρόνο μια γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία
γυναίκα είπε στους αγγέλους να της φέρουν τον Μερκούριο για να φονεύσει τον
Ιουλιανό, τον εχθρό του υιού της. Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει
οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός
να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο
που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή
του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για
την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο
Άγιος ξύπνησε.
Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι
ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία
διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη
θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για
την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας
αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να
συναντήσει τον Κύριον του που με δύναμη αγάπησε και που γι' Αυτόν μέσα σε πολύ
σύντομο διάστημα που έζησε έπραξε τόσα πολλά και τόσο μεγάλα. Το έργο του
συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που
έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.
Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην
πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη
βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν
αιώνα αφότου μαρτύρησε επί της βασιλείας του Βαλεριανού και Βαλερίου, κατάλαβε
τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως στο λαό να τους ειδοποιήσει ότι ο άφρων
Ιουλιανός φονεύθηκε.
Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την
παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν
αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την
πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε
για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και
ορφανοτροφεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Άφήστε εδώ το σχόλιό σας